Κλεψύδρας

Κλεψύδρας
Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη
pipette
fem acc pl
Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη
pipette
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλεψύδρας — κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem acc pl (ionic) κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωδία — η (Α κωδία) η κώδεια*, η κάψα ορισμένων φυτών που περιέχει τα σπέρματα αρχ. φρ. «κωδία τῆς κλεψύδρας» το άνω ευρύ μέρος τής κλεψύδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κώδεια] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • CLEPSYDRA — I. CLEPSYDRA ab aquae furto dicta, hoc enim Graecis est κλέπτειν τὸ ὕδωρ (quod aquâ primitus hâc fini Veteres usi essent) quahtum ab Horologio hydraulico, cuius Ctesibius auctor fuit, teste Pliniô, l. 7. c. 37. differat, docet Vitruvius, l. 9. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • εφ' ύδωρ — ἐφ ὕδωρ και όχι ἐφύδωρ, ὁ (Α) 1. ο φύλακας, ο επιστάτης τού υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρας) στα αθηναϊκά δικαστήρια 2. (ως εμπρόθ. προσδ.) ἐφ ὕδωρ υπό το ύδωρ, κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕδωρ] …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • κηρώνω — και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, όω) [κηρός] επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.) αρχ. μέσ. κηροῡμαι, όομαι (για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί …   Dictionary of Greek

  • κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… …   Dictionary of Greek

  • κρηνοφύλαξ — κρηνοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. ο φύλακας τών κρηνών 2. (στην Αθήνα) δημόσιος επιμελητής που είχε την επιστασία τής κλεψύδρας 3. ονομασία τού ορειχάλκινου αγαλματιδίου λιονταριού που ήταν τοποθετημένο πάνω από πηγή που τροφοδοτούσε την κλεψύδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”